σμῆναι

σμῆναι
σμήνη
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμήνη — ἡ, Α 1. εσφ. ανάγν. αντί μήνη 2. σμήνος μελισσών 3. (κατά τον Ησύχ. στον πληθ.) αἱ σμῆναι «τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι ἤτοι αἱ θῆκαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”